Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2007

ΑποΛΟΓΙΣΜΟΣ και Οδηγίες χρήσης

Τώρα που πενηντάρισες- τυχερός είσαι-
φυλάξου
Απ την αναπόφευκτη θολούρα της λογικής και της ανάλυσης
απ την μοναξιά των επιλογών
απ την σοφία μιας γνώσης γεμάτης κενά κι ελλείψεις
μιας γνώσης που πάντα καθημερινά μεγαλώνει
απ τον φόβο του θανάτου-λες και πριν δεν υπήρχε-
απ την παντοδυναμία του αδύνατου
από αυτούς που έφυγαν χωρίς λέξη
κι από εκείνους που χάθηκαν ουρλιάζοντας
απ την γλυκιά ανάμνηση μιάς κάποιας νεότητας
απ την συνήθεια
και την απώλεια του έρωτα
θυμήσου
η ζωή είναι πάντα ΚΑΙ σκληρή
σύντροφοι-λιγότεροι εστω-υπάρχουν πάντα
μέσα κι έξω σου
τα πράγματα αλλάζουν μαζί με σένα
μα πάνω απ όλα αλλάζει ο τρόπος που εσύ τα βλέπεις
εσύ τα φτιάχνεις.
Μην ξεχνάς
να γράφεις, να μιλάς ,να ζωγραφίζεις, να ερωτεύεσαι
μη φοβάσαι
όλα εδώ είναι
άλλαξε λίγο την θέση σου κοιτώντας σταθερά τον ήλιο
το ταξίδι συνεχίζεται μέχρι την τελευταία αναπνοή
η πορεία σου
γεμάτη πάθη και λάθη
ηταν μεχρι εδώ σωστή.

Αναμνήσεις απ τα 1970


Η Αθήνα είναι μια καινούργια πόλη.


Ανθρωποι κτίρια δρόμοι.Μια πόλη χωρίς μνήμη.


Την δεκαετία του εξήντα και εβδομήντα η πόλη άλλαξε .Γέμισε φούσκωσε


Περνώ κάτω απ την πολυκατοικία στην Μάρνη θυμάμαι τα τούβλα ανέβαιναν στην πλάτη.Επλεκες τα δάχτυλα πίσω σου κι ο άλλος σε φόρτωνε μέχρι το κεφάλι.Μέτά σκαλί σκαλί στον τέταρτο.


Στην Κοκκινιά δυό μαδέρια καρφωμένα και το καρότσι μισογεμάτο υγρό μπετό να ισορροπείς τρέχοντας ο άλλος πίσω σου ,τα μπετά δεν περιμένουν


Η αστική τάξη μικρή ευδιακριτη.Κολωνάκι,Κιφισιά.


Στου Ζώναρς βουλευτές στρατιωτικοί καλλιτέχνες ολοι γνωστοί σαν μια τάξη (πολλές φορές απ την ίδια σχολική τάξη βγαλμένοι.)Εκεί ο Ηλιού εκεί κι ο Αβέρωφ.


Στρατηγέ μου,κύριε βουλευτά ο καθείς το τραπέζι του τον σερβιτόρο του.


Στα λεωφορεία σηκωνόμασταν να καθίσουν οι κυρίες, οι μεγαλύτεροι


.Στους τοίχους τρύπες απ τα μυδράλια του εμφύλιου.Δες τες ακόμα εκει είναι ,στην τρίτης Σεπτεμβρίου στη Φυλής .


Τους εργάτες τους λέγαμε βλάχους, βλαχαδερά ,κάτι σαν βρισιά αμόρφωτε άξεστε, μένανε στα υπόγεια μιλούσανε με μια βαριά προφορά.Κάθε εποχή εχει τους παρίες της.


Στο σχολείο, αρρένων, χουντική προπαγάνδα. Μαλλί κοντό, κατηχητικό .Κορίτσια, μόνο με στολή μαθήτριας βλέπαμε, κατεβαίνοντας προς Κολωνάκι σχόλναγε το δεύτερο θηλέων «τι όμορφα μάτια που έχεις»Αυτό ήταν όλο. Μια φορά η αδερφή ενός παιδιού ήρθε για βαθμούς κι απ την πύλη μέχρι το γραφείο ένα μελίσσι την είχε κυκλώσει εκατοντάδες αγόρια την πήγαν κυκλωμένη εεεοοο απ τις πιο άγριες και βίαιες εικόνες.Ξύλο με τον χάρακα φάλαγγα στις ανοιχτές παλάμες.


Το Γουνστοκ πετσοκομμένο απ την λογοκρισία.Γυμνό δεν υπήρχε.πουθενά βυζιά κώλοι τέτοια πράγματα ΤοQUICK ένα Γερμανικό περιοδικό στα περίπτερα της Πανεπιστημίου είχε κάτι γυμνά και είχαν κολλημένα αυτοκόλλητα. Ήταν ακριβό κι έπρεπε να το πάρεις φρέσκο, αλλιώς η κόλλα στέγνωνε και μαζί με το αυτοκόλλητο έφευγε κι ο κώλος .


Και ξαφνικά μεταπολίτευση. Μπάτσοι, κομπλεξικοί δάσκαλοι, ΕΣΑτζήδες και λογοκριτές, λούφαξαν. Μακριά μαλλιά οργανώσεις αγόρια και κορίτσια μαζί, εκδρομές γυμνισμός, παρτούζες, τσοντοκινηματογράφος χαβαλέ..


Ο εφιάλτης τους ήταν ο παράδεισος μας. Η μεταπολίτευση ήταν μια βαθιά ανάσα ελευθερίας συλλογικότητας, τέτοια που δεν είχαν ξαναζήσει ποτέ σαυτη την χώρα.


Οχι μόνο πολιτικής ελευθερίας αλλά και της καθημερινής ζωής


.Ένα ποτάμι ιδεών, για την τέχνη, την γυναικεία φύση τον έρωτα, τον εαυτό, τους αλλους,την ιστορία, έπλυνε όλα τα σκατά που λέρωναν την ζωή μας.


Κι η πόλη αλλαζε.Το ένα μετά το άλλο τα παλιά ωραία σπίτια χάνονταν, τα θερινά σινεμά, πολυκατοικίες, αυτοκίνητα, κόσμος όλο και περισσότερος κόσμος,πρέζα. Μέσα σε όλες αυτές τις αλλαγές το κεφάλαιο οργάνωνε την νέα μορφή του. Εμείς την συλλογικότητα αυτοί τον χαβά τους.


Και τώρα τόσα χρόνια μετά χάντρες και καθρεφτάκια κινητά, δάνεια, εκδρομές με γκρούπ, παίρνουν την ρεβάνς. Κοίτα την πάρτη ΣΟΥ και μεις θα φροντίσουμε για τους μισθούς ΣΑΣ για τις συντάξεις ΣΑΣ για τα επιτόκια ΣΑΣ.


Βία σήμερα;Χουλιγκανισμός, Αναρχικοί,μολότωφ. Επεισόδια τραυματισμοί.


Ο πατέρας μου ο Ντίνος ήρθε έφηβος από την Κεφαλονιά την δεκαετία του ΄30.Διδότου, Ανδρέου Μεταξά.Εκει πάνω απ τα σκαλάκια στην Θεμιστοκλέους πάνω στο λόφο του Στρέφη ηταν ένα άδειο σιδερένιο ντεπόζιτο του νερού.Το γέμισαν πέτρες και το αμόλησαν τον κατήφορο.Για πλάκα.Πώς δεν σκοτώθηκε κανείς.Εφτασε μέχρι την Σόλωνος βαρώντας πέρα δώθε.Οι μπάτσοι πετάχτηκαν με τα όπλα φοβήθηκαν πως οι κομμουνιστές πυροβολούσαν.


Τα Εξάρχεια της ΕΠΟΝ, των σχολών,της κατοχής του εμφύλιου. Την 25η Μαρτίου σε διαδήλωση στο πεδίου του Άρεως πιάσαν οι Ιταλοί τον θείο μου τον Νιονιο.Στην κατοχική Αθήνα των τσολιάδων και των Ράλληδων αναρχικοί ήταν οι ΕΠΟΝίτες.


Πάντα τα φοβόντουσαν τα Εξάρχεια Γι αυτό σπρώξαν την πρέζα παναθεμάτους.


Στις γειτονιές ομάδες αγοριών πλακώνονταν στο ξύλο πετροπόλεμος, έτσι ο πατέρας μου έχασε σχεδόν το ένα μάτι.Δεν ηταν η εξαίρεση Παντού γινόταν αυτόσε πόλεις και χωριά.Πάνω μεριά κάτω μεριά.


Ο πόλεμος των κουμπιών


Κι οι πόλεμοι των μεγάλων.


Εμείς είμαστε η πρώτη τυχερή γενιά.Ειδαμε πόλεμο στο σινεμά και την τηλεόραση. Ο παππούς μου είδε τους Έλληνες στρατιώτες να ξεκοιλιάζουν έγκυες Τουρκάλες στην Μικρά Ασία.Ο πατέρας μου έφυγε πέντε χρόνια στην Μέση Ανατολή.Ελ Αλαμέιν και τέτοια.


Ο παππούς μου κι ο πατέρας μου ήταν πατριώτες.


Τα χρόνια εκείνα γινόσουν αναγκαστικά πατριώτης.Γι αυτό και η σιχασιά τους για τον πόλεμο είναι πιο αυθεντική. Δεν ήταν ιδεολογική.Ηταν βιωματική.


Η προηγούμενη γενιά κέρδισε για μας την ειρήνη γιατί έζησε τον πόλεμο.


Στους επικίνδυνους Καραμπελιάδες και τους Ναυτίλους που ονειρεύονται αγορίστικους ηρωισμούς, θυμίζω πώς πόλεμος είναι το κομματιασμένο κορμί του παιδιού σου ο βιασμός του κορμιού σου, και κάθε αγαπημένου σου μπρος στα μάτια σου,το γκρέμισμα του σπιτιού της ζωής της λογικής.Πόλεμος είναι η χαρά του αξιωματικού καριέρας στα μετόπισθεν, του έμπορα όπλων, του μαυραγορίτη, του ανεγκέφαλου φαλλοκράτη τσαμπουκά.Αυτοί νιώθουν άνετα στο πόλεμο αυτοί τον κάνουν αυτοί επιζούν.


Αμυντικοί πόλεμοι,δίκαοι πόλεμοι εμφύλιοι πόλεμοι.Ο Ζαχαριαδης κι ο Μπελογιάννης,η Πασιονάρια κι οι Αναρχικοί της Μαδρίτης,η Τασκένδη και οι Φλωράκηδες, ο Τρότσκι κι οι Κροστάνδη.


Ο πόλεμος δεν είναι εικόνες, λογια.Είναι να μυρίζεις τα σκατά σου όταν χεσμένος πεθαίνεις, να μαζεύεις τα άντερα σου η το κομμένο ποδάρι σου απ τις λάσπες.


Να αναγκάζεσαι να κάνεις τα ίδια στον απέναντι σου.


Και μετά να συγχωρούμε ο ένας τον άλλον, να ξεχνάμε, να προσπερνάμε, να κάνουμε τους εχθρούς τουρίστες ,να κάνουμε μπίζνες βρε αδερφέ με τον φονιά του παιδιού μας, γιατί η ζωή συνεχίζεται.


Βρε δεν μας παρατάτε.


Μη μας λένε λοιπόν οι κρετίνοι της τηλεόρασης για παρακμιακή νεολαία σήμερα. Μη μας λένε για βία.

Σύγνεφο με παντελόνια-Ηλίας Πασίσης

Ελεγα στη Φοίβη για το αγαπημένο μου ποιήμα του Μαγιακοβσκη και την αλλη μέρα (αυτές οι μαγικές συμπτώσεις )μου εδωσε ο Αντώνης το αλμπουμ του Ηλία Πασσίση .Ταξιδεύοντας στις σελίδες του βρήκα το εργο του του 1972 με τόν ιδιο τίτλο.Ο Πασσίσης μου αρεσε πολύ.Θα σηκώσω εργα του Ας ψιθυρίσει ο Μαγιακόβσκη σε μετάφραση Ρίτσου ενα σύγνεφο με παντελόνια.............

Δοξάστε με
Δεν ειμαι εγω ταίρι των ισχυρών
Εγω πάνω σ ολα που εχουν γίνειβάζω μηδέν
Ετούτοι τσαγκρουνώντας ρίμες στό βιολί τους βράζουν ερωτες κι αηδόνιαγια
να βγάλουν δυό δάχτυλα ζουμί
Ενώ ο δρόμος
δίχως γλώσσα κουλουρίάζεται
Δέν εχει με τι να φωνάξει
Δεν εχει με τι να μιλήσει
ο δρόμος
στριμώχνει σιωπηλά τα βάσανα του
Η φωνή του
σα κόκκαλο ψαριού στο λαρύγγι του
Η πολιτεία αμπάρωσε το δρόμο με σκοτάδι

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2007

HOTEL COSMOS





Μιά ιστορία απ το παρελθόν
(αφιερωμένη στους τρελούς του Χημείου /1985)
HOTEL COSMOS
ακούγεται η μουσική από το:
Κάμερα στραμμένη πάνω μου
(Active member/blah-blasphemy)

Δύο και είκοσι
Ανασήκωσα τον γιακά του τζάκετ του και βολεύτηκα καλύτερα ανάμεσα στα προστατευτικά σακιά .
Τα νυσταγμένα μάτια μου καρφώθηκαν στον χώρο υποδοχής και μετά το βλέμμα μου διέτρεξε για άλλη μια φορά τις θήκες των κλειδιών,τον ξύλινο πάγκο,τις σκιές που σκόρπιζε ο χαμηλός φωτισμός.
Είχα φτάσει ως εκεί με τα ψεύτικα χαρτιά του Ελιαν.
Χρειαζόταν ενα καταφύγιο χρήματα και χρόνο να σκεφτώ.Τα πράγματα είχαν σφίξει κάτω,ο κύκλος έκλεινε γύρω μου μετά τις τελευταίες εξεγέρσεις.
Ο ένοικος του 320 πλησίασε με το γνωστό συρτό βήμα σκυφτός σα γριά χελώνα με τα χέρια στις τσέπες του φωσφορίζοντος παλτού του.
H ασημιά κάρτα ελαμψε για λίγο ανάμεσα στα χοντρα δάχτυλα του και χάθηκε στον ηλεκτρονικό υπάλληλο υποδοχής.Το μηχάνημα κελαϊδισε αναγνωρίζοντας το μαγνητικό σήμα κι ο ένοικος πέρασε από την φωτεινή περιοχή σταθερά εστιασμένος στο ακτινοπίστολο μου.
Δύο και τριάντα πέντε
Σαν μέσα από Αρειανή ομίχλη- από εκείνες που απλώνονται μετά τις κοσμικές καταιγίδες την Άνοιξη-ξεπρόβαλαν δύο φιγούρες στην είσοδο του ξενοδοχείου.
Ο ένας ο πιο ψηλός σίγουρα Κρόνιος με μακρυά φιδίσια μαλλιά τριγωνικό πρόσωπο και μακρυά άκρα ,ο δεύτερος με μαύρα γυαλιά μάλλον κάτοικος της Αφροδίτης κοντό κούρεμα πηδηχτό βήμα πράσινο σακάκι και μοβ εφαρμοστό παντελόνι.
Εγώ ,ο νυχτερινός, ανασηκώθηκα ξαφνισμένος τη στιγμή που πλησίαζαν.
Δεν ήταν δυνατόν.Όσα προσπαθούσα να αποφύγω με είχαν ακολουθήσει μέχρι εδώ σαν ο ένας χρόνος να εισέβαλλε βίαια μες τον άλλο.
Μετά χαλάρωσα χωρίς ωστόσο το όπλο μου να φύγει απ τον στόχο.Μιά μάσκα χαράχτηκε στα χαρακτηριστικά μου.Πλησίασα τους ξένους ενώ το κορμί μου άλλαζε γρήγορα χρώματα προσπαθώντας να κρύψει τα συναισθήματα μου μες τον χώρο.
Μετά την τυπική διαδικασία οι δύο πελάτες βγήκαν στον γεμάτο άζωτο αέρα για να φέρουν την υπόλοιπη παρέα τους.
Δύο και σαράντα
Την επόμενη στιγμή το ξενοδοχείο ήταν σε κατάσταση ανάγκης.
Ο διευθυντής,ο ιδιοκτήτης,τα γουρούνια των καθαριστών,τα σκουλήκια των σερβιτόρων,τα φίδια του λογιστήριου,τα ηλεκτρικά χέλια του μπαρ,όλοι στο πόδι περιμένοντας το χειρότερο.
Βέβαια ο διαπλανητικός νόμος ισότητας GH 13 απαγόρευε τις διακρίσεις.
Όποιος μπορούσε να εγγυηθεί την χρηματική του φερεγγυότητα με επίδειξη της μαγνητικής κάρτας νομιμότητας,έπρεπε να απολαμβάνει τον σεβασμό κάθε υπηρεσίας.
Το κράτος επέβαλε την ήτταν ισοπολιτεία για όλους.Αρειανούς Κρόνιους Γήινους.Εστί όλοι φέρθηκαν υποχρεωτικά με παγερή ευγένεια στους πελάτες.
Δύο και σαράντε πέντε
Με τίποτα δεν θα μπορούσε να πιστέψει ο οποιoσδήποτε ότι αυτή η παρέα δεν ήτταν μια διαπλανητική συμμορία κατάλοιπο των παλιών αναρχικών ομάδων πάντα έτοιμη για φασαρίες αμφισβητήσεις ,προκλήσεις της κωδικής ηθικής και νομοθεσίας.
Δεν ήταν μόνο η εμφάνιση,το ντύσιμο,η μουσική που άκουγαν.Έκαναν μπαμ από μακρυά ότι ζούσαν στις περιθωριακές πλατείες των μεγαλουπόλεων εκεί που τα βράδια γίνονταν συγκρούσεις με την αστυνομία άναβαν φωτιές με πατροπαράδοτους τρόπους έπιναν μαύρο και κουβέντιαζαν μηδενιστικά.Ήταν απορίας άξιο πώς τα ιπτάμενα οχήματα τους πέρασαν τα μπλόκα της εθνοφρουράς και έφτασαν στις καθαρές περιοχές.Μετά,πάλι,ήταν παράξενο που ήταν εφτά άντρες και μια γυναίκα η το ότι είχαν νοικιάσει δύο δίκλινα και στους χώρους του ξενοδοχείου κυκλοφορούσαν καμιά δεκάριά απ αυτούς.Ο διευθυντής ανασήκωσε τους ώμους.Οι ανησυχίες του λογιστή ήταν λογικές αλλά τι μπορούσε να κάνει.Οι νόμοι βλέπεις του έδεναν τα χέρια.
Εγώ ο νυχτερινός που άκουγα προσεκτικά την συζήτηση γύρισα στο πόστο μου ,βολεύτηκα καλύτερα ανάμεσα στα αλεξίσφαιρα σακιά και μισόκλεισα τα μάτια ενώ με τύλιγε το γουργούρισμα των μηχανών ψύξης.
Δύο και πενήντα Οκτώ
Οι φόβοι του λογιστή άρχισαν να επαληθεύονται
Επεισόδια στο χώρο υποδοχής.
Ένας απ την παρέα είπε στον ηλεκτρονικό υπάλληλο ένα υπέροχο μοντέλο γήινης κατασκευής πώς τα σημεία νοητικής κυκλοφορίας του είναι σαν όμορφα μάτια.Συνέπεια: μπλοκάρισε το εσωτερικό κύκλωμα κάηκε η λυχνία διαβίβασης,και το μηχάνημα βγήκε εκτός λειτουργίας για τρείς μέρες.
Ενας αλλος έκανε αργότερα διάλεξη σ ενα γουρούνι καθαρισμού πώς η θέση του είναι στη λάσπη και τα χορτάρια κι τραβώντας βίαια τον απορροφητήρα σκόνης απ τα μπροστινά μέλη του άρχισε να σκουπίζει ο ίδιος βιαστικά.
Αργότερα δεν πήγαν για φαγητό παρ όλο που ήταν μέσα στην συμφωνημένη τιμή,και καβαλώντας τα ιπτάμενα οχήματα τους έφυγαν πρός τις πρασινογάλαζες θάλασσες.
Τρεις και εφτά
Οι πελάτες των κυψελίδων 215 και 216 εξαφανίζονται παίρνοντας μαζί τους τις μαγνητικές κάρτες εισόδου και αφήνοντας ακάλυπτο λογαρισμό τριάντα μαργαριταριών.
Η ώρα εξαφάνισης είναι άγνωστη αλλά μία σκουλήκο του εστιατορίου τους είδε πάνω στα οχήματα τους χωρίς αποσκευές να κατευθύνονται βόρεια γύρω στις δυόμισι το μεσημέρι.
Δύο και είκοσι χαράματα
Έχουν περάσει είκοσι τέσσερες ώρες.
Εγώ ο νυχτερινός ανασηκώνω τον γιακά βολεύομαι ανάμεσα στα προστατευτικά σακιά αφήνω το βλέμμα να πλανηθεί στο χώρο υποδοχής μέχρι που καρφώνεται στον προσωπικό του παρακολουθητή την κάμερα.Τότε χαμογελώ.Μάταια το μηχάνημα προσπαθεί να επεξεργαστεί και να συνδέσει το στοιχείο χαμόγελο με τα υπόλοιπα δεδομένα της ημέρας.Ο νυχτερινός ειναι νόμιμος πολίτης και καλός υπάλληλος.
Η διαπλανητική ομάδα των ταραξιών έχει γυρίσει στις περιθωριακές περιοχές
Το ξενοδοχείο έχασε τριάντα μαργαριτάρια αλλά η τάξη διασώθηκε.
Ο Αντώνης μου λέει.Είμαστε παντού.Δεν μπορούν να μας αντιμετωπίσουν
OVER AND OUT





Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2007

1979,Ανοιξη




1979,Ανοιξη .Σε μια γραφομηχανή
Γειά σου
Βράδυ Πέμπτης,μεσάνυχτα,τραγούδια της γυφτιάς.
Ειναι ανοιξη και κάνει κρύο.Οι καρδούλες μας χτυπούν γρήγορα από πόνο και λαχτάρα
Θάθελα να νιώσω κάτι δυνατό.Κάθε φορά που το λέω σε κάποιον,σε φίλο,τον χάνω.Πίστευε πως αυτός ηταν το δυνατό.
Σήμερα οι φίλοι μούπαν οτι ζητούν κάτι δυνατό.Μέ χάσανε.
Καβάλησα ενα φορτηγό,μετέφερε ποτρτοκάλλια,χώθηκα κάτω απ τον μουσαμά και χουχούλιασα τις φούχτες μου
Μάζεψα τα πόδια και τύλιξα το κορμί γύρω τους .Ετσι για τη ζέστα.
Χάζεψα την αφαλτο πίσω να κυλά .Κομμάτια κι αποσπάσματα.
Ειδα καμινάδες να καπνίζουν ασπρο καπνό μες τη νύχτα,καμπαναριά φωτισμένα ,πινακίδες φωσφορίζουσες.
Εφαγα πορτοκάλλια το πρωΐ.Γέλασα στον οδηγό μια καλημέρα και πήδηξα στη Θεσσαλονίκη.
Γύρισα στους δρόμους στους ξένους ,ξένος,ωσπου ντεραπάρισε η καρδιά μου,κι ακούστηκαν φρένα να στριγγλίζουν.Χάζεψα τα φορεία ,τα φώτα που αναβόσβυναν,ακουσα τις σειρήνες.
Ειπα να γυρίσω πίσω.Μπρός γκρεμός πίσω αφηνα ρέμα.Κανείς δεν μ επαιρνε για κάτω.
Ετρεξα ως τη γέφυρα .Οι ώρες περνούν ,γραφωντας,ξημερώνει,ο ηλιος απόλυτος,η νύχτα ονειρο που φουσκώνει σα μπαλόνι,η μέρα μονοδιάστατο δόγμα,,η νύχτα απρόσωπη πολυμορφία,κίνηση,τραγούδι..
Μ ακουσε ο Νιόνιος,με πήρε στο κάρο του,γαϊδούρι συμβιβασμένο.Καϊμένε.
Ο αγέρας μου σφύριξε ανατριχίλλες στ αυτί,:αναψε το τσιγάρο,δως μου φωτιά
Ξέχασα το ντέρτι της καρδιάς εβαλα τα δυό μου χέρια για μαξιλάρι ταξίδεψα ανάμεσα στις λέυκες της Κατερίνης,τ αγροτικά της Λάρισσας,γύρναγα....
Με το καλό μπήκαμε στα προάστεια,ξέρεις Κηφισιά,Φιλαδέλφεια,και μετά Αχαρνών,Λιοσίων,σταθμός Λαρίσσης,Παιωνίου 45
Σπίτι μου,σπιτάκι μου.
Βράδυ Πέμπτης
Από κέινες τις ανοιξιάτικες.τίς γεμάτες προσμονή,που η καρδιά βροντοκοπά απο πόνο και λαχτάρα.
Ειχα τόσα να πώ στους φίλους
Το ταξίδι,αχ καρδούλα μου το ταξίδι....
Γεμάτος ενταση.Τη χάρισα ολη.
Αδειασα μέσα τους ,γέμισα χαρά.
Χτές ηρθε ο φίλος.Δακρυσμένα μάτια,απο λαχτάρα.Κατάρα
Ψέλισε κάτι για «εντονο».Δέν κατάλαβα.....
Εγώ ναι αλλά αυτός.Αφού γι αυτόν ολα....
Να σκεφτείς δεν μου απέμεινε τίποτα.Ούτε το ονειρο του ταξιδιού.Αυτό πάει πιά ειχε γίνει.

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2007

Τήλος το εγκατελειμένο χωριό
1985
Ειμαι ενα εξωτικό νησί

Από εκείνα με τα φοινικόδεντρα και τα μάγκος
Πολλοί περπάτησαν στις μακρυνές αμμουδιές των λόγων μου αλλά ελάχιστοι διέσχισαν
το φράγμα της πυκνής βλάστησης που με καλύπτει.
Και εγώ ο ιδιος τρομάζω τη νύχτα απ τους φωσφορισμούς της θάλασσας τριγύρω και τους ηχους των αγριων ζώων στα σπλάχνα μου.
Απο εκείνο το ηφαίστειο στη μέση υπαρξης μου,που ξυπνά κάθε φορά μετά απο αιώνες νάρκης ,ξερνώντας φωτιά και πυρακτωμένα βλήματα
απειλή για κάθε ζωή που με ορίζει.
Αυτό το ηφαίστειο κρύβει μέσα του τ αστρα που ζωγραφίζουν ασημιές φιγούρες στον ουρανό κρύβει μέσα του το πλαγκτόν που φέγγει βαθιά στο πέλαγο.
Ειμαι ενα ανεξερεύνητο νησί
Στίς παραλίες μου ειναι θαμμένα οπλα σκουριασμένοι θησαυροί παλιών πειρατών
κρανία ανθρώπων αδικοχαμένων ,λέιψανα ναυαγίων και
μυνήματα μέσα σε μπουκάλια καλά σφραγγισμένα
ετσι που το πέρασμα. του χρόνου να μη χαλά τον αέρα που φυλακίστηκε μέσα τους.
Κάποιοι εσκαψαν στις ζούγκλες μου να βρούν πολύτιμα ορυκτά και πλούτο απογοητευμένοι εφυγαν και εγώ ξανάκλεισα τις πληγές με τον καιρό.
Βαθιά μες τη καρδιά μου κάτι τριγυρνά
Ζώο πολυκέφαλο με μάτια γαλαζοκόκκινα και κορμί μαύρο στιλπνό και φοβερό.
Ειμαι ενα νησί

Γράμματα απο το 1985


Δρομέας sprinter

Ασημένια κύμματα
σχίζονται ερωτικά
σαν κορμί π’ ανοίγει
το σέρφ στιλπνό,λευκό, χώνεται ανάμεσά τους
βυθίζεται
γιά λίγο στη βελούδινη δροσιά
για να βγή ξανά στην επιφάνεια
να γλυστρίσει ανάμεσά τους
κι αυτά
ασημοσταλίδες
τ αγκαλιάζουν
το γκλυκοφιλούν
ερχονται παιχνιδίζοντας μέχρι τα πόδια μου
για να ξαναενωθούν πίσω
σ ενα αστραφτερό αυλάκι
Κρεμασμένος στη μάτσα σηκώνω τα μάτια ψηλά
Γαλάζιο και μώβ το πανί
γαλάζια η θάλασσα
και μέσα απ ολο το γαλάζιο
πορτοκαλλιά η δύση

Πολιτική

Πολιτική του ορθολογισμού,

του εφικτού,

της μάζας,

του απρόσωπου,

του αρμόδιου αρσενικού

η ζωή σου εχει κηρύξει τον πόλεμο

Πολιτική

της αναγκαιότητας,

της νύχτας,

της συλλογικότητας,

του ερωτα

του αυθόρμητου,

της μειοψηφίας,

της περιπέτειας χωρίς ανταμοιβή

υποκλίνομαι στο διάβα σου με σεβασμό

Γράμμα στη πανσέληνο
(Δεκέμβρης 1985)

Κυτώ το χωρίς γωνίες πρόσωπό σου
η φαντασία
μου
πλάθει μορφές τρόμου
πανικού κραυγές
και πόθου
Αυτή η πανσέληνος του Δεκέμβρη
η τελευταία
του χρόνου εμπεριέχει ολα τα πρόσωπα

και κείνα που εφυγαν και
τ αλλα που ονειρεύτηκα

του χρόνου τα χίλια πρόσωπα
γίνονται ενα
το δικό σου
γιατί σ αγαπώ;
Σ αγαπώ
οι στρόβιλοι,οι φωτιές,η βροχή,η σύγκρουση πάνω σε βράχο
η νύχτα
η νύχτα στο λέω ειναι δικιά μας
το φεγγάρι αδερφή μας
η αχλή που το τυλίγει
ουράνιο τόξο τα χρώματα της φαντασίας
το φώς του τόσο γλυκό σα βελούδινο υγρό χάδι
γεμίζει τα σκοτάδια
σμίγει με τα σκοτάδια σε παιχνιδίσματα
αναψοκοκκινισμένων κορμιών
σε φιλιά δίχως τέλος
σε λόγια που η μέρα φοβάται
κι ο ηλιος –ο αρσενικός-
κρύβεται διωγμένος
η λογική η ανασφάλεια οι φόβοι η αντεπανάσταση
υποκλείνονται
σε σένα θεά
των Ινδιάνων
τραγούδι
των μαυρων
χορός
ζαρκάδι που τρέχει ερωτευμένο
γάτα που ζημώνει με τις πατούσες τη κουβέρτα
σε φοβάμαι φεγγάρι
με αναστατώνεις,με κάνεις να γυρνώ ανήσυχα χωρίς λόγο
στούς δρόμους
μέσα μου
στις σκοτεινές θάλασσες
σε ψηλές κορφές
με μαγεύεις φεγγάρι


Μιά γιορτή για να ησυχάση το φεγγάρι


στων Βερβερίνων την παραλία

Ναί,χτές βράδυ
λίγο πρίν τα μεσάνυχτα,παραμονές πρωτοχρονιάς
τίναξα
τα χέρια μου ψηλά
την θάλασσα
ειδα να ειριδίζεται στο φώς της πανσέληνου
και ουρλιαξα
ουρλιαξα απο ηδονή
με το κορμί γυμνό αγκαλισμένο στης θάλασσας τα χάδια
με τη φωτιά εξω στα βότσαλα πηγή ζωής
σε σένα μαγικό φεγγάρι ουρλιαξα
και χόρεψα και δόθηκα
σε σένα θάλασσα μου
σε σένα αστέρι,φωτιά
σε σένα αγέρι
συμφιλιωμένος με τους φόβους τ
η τρέλλα τη μοναξιά
με τ αγρίμι μέσα μου.
Για λίγο χτές βράδυ
πληρότητα
















Παραμονές Χριστουγέννων


H πόλη φωτισμένη ερχεται κατα πάνω μου
θλίψη γιορταστική μια παράξενη ησυχία απλώνεται
πάνω απ την Αθήνα
αυτά τα Χριστούγεννα ειναι διαφορετικά
η μήπως εγώ αλλάζω.

Σταδίου
Δεκέμβρης του’44
το κτήριο του ΕΑΜ στην Κοραή
μια σιδερένια πόρτα πάντα κλειδωμένη
στις σκάλες που κατεβαίνουν στο υπόγειο
χώρος μνήμης και χώρος μυστηρίου.
Πανεπιστημίου
Δεκέμβρης 2007
το βιβλιοπωλείο του Παπασωτηρίου
γεμάτο μνήμες βιβλία ανθρώπους
και το μυστήριο τόσο ζωντανό
τόσο ερωτικό τόσο αφοπλιστικά αμήχανο.


Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007

Εισαγωγή

Σκέφτομαι την υπαρξή μου(ολων μας)σαν ενα σημείο.
Ενα φωτεινό σημείο που ορίζεται απο την συνάντηση διαφορετικών γραμμών.
Γραμμές
Οι ανθρωποι που με σημάδεψαν χτές και σήμερα.Οι γονείς,οι συγγενείς,οι ερωτες,
οι φίλοι,οι σύντροφοι,οι γνωστοί,οι ποιητές κι οι σκηνοθέτες.
Κι οι αναμνήσεις οι δικές τους κι οι δικές μου.
Ειναι τα βιβλία που διάβασα τα ταξίδια που εκανα.
Τα χρόνια που μετρώ, οι αρρώστειες που κουβαλώ
Ειναι η κοινωνία που μέσα της βρίσκομαι
Ενα σημείο κάθε στιγμή σε νέα θέση, με διαφορετικό φώς σε χρώμα και ενταση
Κάθε φορά διαφορετικό, μα αν ενώσεις τις διαφορετικές θέσεις του με μια ακόμα γραμμή τότε κάτι τα δένει ολα αυτά.
Ειναι η προσωπική μου διαδρομή που κι αυτή με την σειρά της ορίζει τις συντεταγμένες.
Ξέρεις γηρατειά ειναι το χάσιμο της λάμψης ο περιορισμός τών παραγόντων που με ορίζουν.
Το κλείσιμο μέσα στην μαυρη τρύπα του εγώ και της μοναξιάς.
Ειναι ανθρωποι που γεννήθηκαν γέροι.
Ειναι κι αλλοι που μη μπορώντας να κάνουν αλλιώς πέρασαν την ζωή τους φωτεινά ορόσημα για τους αλλους ,ηλιοι λαμπροί σε μικρούς η μεγάλους κόσμους.Για περισσότερο η λιγότερο χρόνο.
Γιατι ακόμα κι αυτοί οι φωτηνοί ηλιοι κάποια στιγμή σκοτεινιάζουν πεθαίνουν πρίν πεθάνουν.
Μιλώντας, γράφοντας για τους ανθρώπους και τα γεγονότα που σε ορίζουν, προσπαθείς να παρουσιάσης προς τα εξω τον εαυτό σου.
Καταγράφωντας την ιστορία σου διασώζεις την αιωνειότητα και ολα αυτά εχοντας επίγνωση του μάταιου αυτής της ηδονικής διαδικασίας και ταυτόχρονα της απόλαυσης που σου προσφέρει.
Γιατί ναι ολα στο σκοτάδι πηγαίνουν ουτε λογική ουτε θεός ουτε νόημα υπάρχουν σε τελική ανάλυση που να νομιμοποιούν τα ανθρώπινα δρώμενα.
Ειναι αυτή η απόλαυση που ολα τα σώζει που μας εχει φέρει σαν ειδος εδώ που βρισκόμαστε.
Να γράφουμε γράμματα στο κενό κι αυτά τα γράμματα να γίνονται σκέψεις στα μυαλά ανθρώπων που πιθανά δεν γνωρίζουμε.
Ξέρεις σ’ολη μου τη ζωή τα πιο ομορφα πράγματα ηταν η αναζήτηση της απόλαυσης και της αλήθειας.Η μιζέρια ,το ψέμα ,η ηττοπάθεια,πάντα με επνιγαν μου εφερναν ασφυξία μια διάθεση να βγώ εξω και να πάω μακρυά.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν εναν καινούργιο τόπο για οσο και οπου μας πάει.
Αγαπημενοι σημερινοι και χτεσινοί ιδού.