Ανοιγω τα μάτια
Γυρω μου θάλασσα ακινητη σκουρα βαθυ μπλε
μια θαλασσα που γεννα φοβο για απειλητικα πλασματα που ζουν μεσα της
ενα αερακι ρυτιδιζει την επιφανεια του νερου
κυτω τριγύρω παντου θαλασσα απεραντη θάλασα
και γω στην μεση του πουθενα
Στο βάθος του οριζοντα
εκει που το σκουρο μπλε της θαλασσας σμιγει με το μολυβί ουρανο
σχήματα γκρι
μπορει ναναι γη
η μαλλον συννεφα ειναι....
μια καταιγιδα που πλησιάζει ειναι
τελικα βλεπω τις αστραπες
ακουω τις βροντες μακρυα
τοσο μακρυα
δεν ξερω πως βρεθηκα εδω απο που ηρθα και που θα βρεθω
εικονες απο ενα ναυαγιο ολοι πνιγηκαν και μονο εγω απομεινα
η μηπως το αντίθετο εγινε
μηπως εγω στον σταματημενο χρονο του θανατου μου
ανακαλω μνήμες μιας ζωης που ποτε δεν υπηρξε
αυτο δεν ειναι ο θανατος;
η απολυτη ακινησια του χρονου χωρις πριν η μετα.
Η μηπως η στιγμη που δεν υπαρχει πια κανεις να σε θυμαται
οταν βρισκεσαι χωρις καθρεφτη στο απολυτο σκοταδι.
Υπαρχουν αναμεσα μας νεκροι;Ανθρωποι που κανεις δεν τους βλεπει;
Ενα παραμυθι που θα μπορουσε να ειναι ιστορια
Ζουσε καποτε σε μια μακρυνη χωρα της Ανατολής σε ενα πανεμορφο παλατι
ενας βασιλιας που τον λεγανε Περσιφαλ
Ειχα μια γυναικα και μια κορη που τις αγαπουσε πολυ κι αυτες το ιδιο
Ειχαν κι εναν κηπο με μπουκαμβίλιες γιασεμια και μυρτιες
ειχαν ενα παλατι ομορφο με στολιδια στα μπαλκονια
και πολυχρωμα μπαλονια σε ολα τα δωματια.
αλλα
κατι βασανιζε τον βασιλια
ενα σκοταδι που δεν τον αφηνε να κοιμηθει τα βραδυα.
Ενιωθε πως περα απο την ζωη του , υπηρχε
ενας αλλος σκοτεινος κόσμος που σαν εκλεινε τα ματια του τον εβλεπε μπροστα του απειλητικο
και τοτε ανοιγε τα ματια τρομαγμενος.
Και ομως ολοι οι υπηκοοι θαυμαζαν τον βασιλια και την οικογενεια του για την ευτυχια τους
και δεν γνωριζαν για το σκοταδι του βασιλια.
Μια μερα την ωρα που ο ηλιος εδυε
λιγο πριν σφαγιστουν οι μεγαλες πορτες για την νυχτα
σταθηκε μπρος στην μεγαλη πυλη ενας διαβατης και ζητησε να μπει στην πόλη
Φορουσε ενα μεγαλο καπελο και ρουχα φαρδυα με μια μαυρη καπα στους ωμους
και παπουτσια δερματινα σκονισμενα απο το ταξιδι
Ηταν ξερακιανος , με κοκκαλιαρικα δαχτυλα και μακρυα ισια μαλλια ,
ματια μαυρα σαν το πιο σκοτεινο βραδυ χωρις φεγγαρι
που μεσα τους σαν να τρεμοπαιζαν δυο μικρες φλογες
Δισταξε ο φρουρος φοβηθηκε λιγο τον αγνωστο αλλα τελικα αφησε τον ταξιδιωτη να μπει
να ξαποστασει για την νυχτα σε μια αποθηκη με σανο.
Μολις ξημερωσε ο ταξιδιωτης σηκωθηκε τιναξε απο τα ρουχα του τα σταχυα
και εριξε λιγο νερο στο προσωπο.
Εφαγε λιγο ψωμι που κρατουσε στο δισακι του και ηπιε δυο γουλιες νερο
επειτα ακουμπησε στον τοιχο την πλατη και περιμενε
με υπομονη παρατηρωντας την πολη να ζωντανευει.
Σαν προχωρησε η μερα πηγε στην πυλη του παλατιου
και ζητησε απο τον φρουρο ακροαση απο τον βασιλια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου